- διπλασμός
- διπλασμός, ο (Μ) [διπλάζω]1. διπλασιασμός2. μουσ. οκτάφωνη αντιφωνία, διάστημα ογδόης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασμοῦ — διπλασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασμῷ — διπλασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασμόν — διπλασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)